κομποφακελοῤῥήμων

κομποφακελοῤῥήμων
κομπο-φακελοῤ-ῥήμων, ονος, prunk-bündel-wortig, komischer Spottname des Aeschylus, mit Hindeutung auf seine kühnen Wortbildungen und Zusammensetzungen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομποφακελορρήμων — κομποφακελορρήμων, ον (Α) (ως επίθ. τού Αισχύλου στον Αριστοφάνη) αυτός που σχηματίζει και χρησιμοποιεί φακέλους, δηλ. δεμάτια κομπαστικών, πομπωδών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + φάκελος «δέσμη» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. κομπο… …   Dictionary of Greek

  • κομποφακελορρήμονα — κομποφακελορρήμων pomp bundle worded neut nom/voc/acc pl κομποφακελορρήμων pomp bundle worded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομποφακελορρημοσύνη — κομποφακελορρημοσύνη, ἡ (Α) [κομποφακελορρήμων] το να σχηματίζει και να χρησιμοποιεί κάποιος πομπώδεις λέξεις …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”